ἐκμάττω

ἐκμάττω
ἐκμάσσω , ἐκμάσσατο
devised
aor ind mid 2nd sg (epic)
ἐκμάσσω
wipe off
pres subj act 1st sg (attic)
ἐκμάσσω
wipe off
pres ind act 1st sg (attic)
ἐκμάσσω
wipe off
pres subj act 1st sg (attic)
ἐκμάσσω
wipe off
pres ind act 1st sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εκμάσσω — ἐκμάσσω και αττ. τ. ἐκμάττω (Α) 1. σφουγγίζω, σκουπίζω 2. καθαρίζω, γυαλίζω 3. αποτυπώνω σε μαλακή ύλη 4. πλάθω, ζυμώνω 5. παθ. αποτυπώνομαι στον νου 6. μέσ. απεικονίζω 7. σχηματίζομαι σύμφωνα μ ένα πρότυπο 8. μιμούμαι …   Dictionary of Greek

  • προεκμάττω — Α απομάσσω, καθαρίζω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκμάττω «σκουπίζω, καθαρίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”